Ὄφεσι

Ὄφεσι
Ὄφις
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὄφεσι — ὄφις serpent masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • очивисть — (1*) нар. То же, что очивѣсть во 2 знач.: Повѣдаша нѣкотерии дх҃вьнии. достоини вѣрованию. ˫ако очивисть || нѣкъгда ˫ависѧ имъ ди˫аволъ. (αὐταῖς ὄφεσι) Изб 1076, 193–194 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… …   Dictionary of Greek

  • Αστυπάλαια — Νησί (96,85 τ. χλμ.) και δήμος (1.238 κάτ.) στον νομό Δωδεκανήσου. Λέγεται και Αστροπαλιά ή Αστουπαλιά. Χωρίζεται σε δύο τμήματα, που συνδέονται μεταξύ τους με μια στενή λωρίδα γης. Το δυτικό τμήμα είναι ψηλότερο (482 μ.) και το ανατολικό φτάνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”